- ναζίρης
- ο (Μ ναζίρης)τίτλος τού επιτηρητή τών νήσων τού Σαρωνικού κατά τους χρόνους τής τουρκοκρατίαςμσν.κυβερνητικός εκπρόσωπος, επιθεωρητής, επόπτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nazir < αραβ. nāzir].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τσάρας, Πάνος — Αρματολός των Γρεβενών και του Όλυμπου (1735 – 1787). Καταγόταν από χωριό του Oλύμπου και ήταν γαμπρός του Πάνου Ζήδρου, από τον οποίο κληρονόμησε το αρματολίκι. Ο T., που ήταν πατέρας του ονομαστού Νικοτσάρα, από πολύ νέος επιδόθηκε στα όπλα και … Dictionary of Greek